πετρώνω — πετρώνω, πέτρωσα, πετρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πετρώνω — πετρῶ, όω, ΝΜΑ [πέτρα] 1. μεταμορφώνω, μεταβάλλω σε πέτρα («η Αγία Αναστασία πέτρωσε το καράβι τών κουρσάρων», Συναξ.) 2. πήγνυμαι, στερεοποιούμαι (α. «πέτρωσε το νερό» β. «oἱ ὄγκοι... πήγνυνταί τε καὶ πετροῡνται», Δίων Κάσσ.) 3. (για την ψυχή,… … Dictionary of Greek
λιθάρι — το (AM λιθάριον, Μ και λιθάριν και λιθάρι) μικρός λίθος, πετραδάκι νεοελλ. 1. λίθος, πέτρα («στρώμα χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια», Πολίτ.) 2. ο λίθος που χρησιμοποιείται στη λιθοβολία 3. το αγώνισμα τής λιθοβολίας 4. η μυλόπετρα 5. φρ.… … Dictionary of Greek
μαρμαρώνω — (AM μαρμαρῶ, όω, Μ και μαρμαρώνω [μάρμαρος] 1. καλύπτω ή επενδύω ή επιστρώνω ή περιβάλλω κάτι με μάρμαρο («μαρμάρωσα το λουτρό») 2. μεταβάλλω κάτι σε μάρμαρο, απολιθώνω, πετρώνω («η μάγισσα μαρμάρωσε το βασιλόπουλο») νεοελλ. 1. μτφ. μένω άναυδος… … Dictionary of Greek
πετρώ — όω, ΜΑ βλ. πετρώνω … Dictionary of Greek
συλλιθώ — όω, Μ απολιθώνω, πετρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λιθῶ (< λίθος)] … Dictionary of Greek