πετρώνω

πετρώνω
πέτρωσα, πετρώθηκα, πετρωμένος
1. μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω: Πέτρωσε ο Άγιος το καράβι καταμεσής στη θάλασσα.
2. απολιθώνομαι, σκληραίνω: Το γλυκό πέτρωσε.
3. μτφ., μένω ακίνητος από φόβο, έκπληξη κτλ.: Μόλις τον είδε, πέτρωσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πετρώνω — πετρώνω, πέτρωσα, πετρωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πετρώνω — πετρῶ, όω, ΝΜΑ [πέτρα] 1. μεταμορφώνω, μεταβάλλω σε πέτρα («η Αγία Αναστασία πέτρωσε το καράβι τών κουρσάρων», Συναξ.) 2. πήγνυμαι, στερεοποιούμαι (α. «πέτρωσε το νερό» β. «oἱ ὄγκοι... πήγνυνταί τε καὶ πετροῡνται», Δίων Κάσσ.) 3. (για την ψυχή,… …   Dictionary of Greek

  • λιθάρι — το (AM λιθάριον, Μ και λιθάριν και λιθάρι) μικρός λίθος, πετραδάκι νεοελλ. 1. λίθος, πέτρα («στρώμα χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια», Πολίτ.) 2. ο λίθος που χρησιμοποιείται στη λιθοβολία 3. το αγώνισμα τής λιθοβολίας 4. η μυλόπετρα 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρώνω — (AM μαρμαρῶ, όω, Μ και μαρμαρώνω [μάρμαρος] 1. καλύπτω ή επενδύω ή επιστρώνω ή περιβάλλω κάτι με μάρμαρο («μαρμάρωσα το λουτρό») 2. μεταβάλλω κάτι σε μάρμαρο, απολιθώνω, πετρώνω («η μάγισσα μαρμάρωσε το βασιλόπουλο») νεοελλ. 1. μτφ. μένω άναυδος… …   Dictionary of Greek

  • πετρώ — όω, ΜΑ βλ. πετρώνω …   Dictionary of Greek

  • συλλιθώ — όω, Μ απολιθώνω, πετρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λιθῶ (< λίθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”